Κάλεσμα στα Τσακώνικα!
Ετσιν̇ήκαμε σάμερε να ποίομε ένα γιούρε με τ͑αν ιστορία νάμου τσ̑αι τον πολικισμό νάμου, ένεκα ένα θησαυρέ π͑' έν̇ι χατέ.
Δύ' κολεγίε είνι παραπαρισκουμέν̇οι. Πειρατέ αντζά του περιηγητέ. Ποίε ρ έν̇ι έτεν̇η π͑η θα σούσει πρώτε οπά π͑' έν̇ι γκριουφτέ ο θησαυρέ;
Χα προφτάσωϊ τάχα οι πειρατέ να νι αβράτσωϊ; Χα νι γκριούψωϊ τάχα οι κολέγοι νάμου, οι περιηγητέ;
Έντεϊ είνι έχουντε ένα καλέ χαρκί, π͑' έν̇ι δενάχουντα τέσσερι τόποι για ένα όγο: τ͑α γρούσσα νάμου. Νιά γρούσσα από του παλαιοί χρόνου, π͑' έμε νιούντε ενεί, ατοί νάμου.
Ποίνε κολέγα του ρ Ορειάτοι, του διτσοί νάμου αθρίποι, π' είνι φυάτ͑ουντε το κληρονονίε νάμου.
Έα τσ̑΄ εκιού, κόκιασε, νίνε νι τσ̑αι μάθε τ͑α γρούσσα νάμου, για να 'ρέσερε ένταϊ π͑' έσι ψαφού.
Δένανή ντι έν̇ι ο εμαλέ ντι, α κολεγία με του διτσοί νάμου, τσ̑' ένα "τσικί" π͑' έν̇ι φεζίκουντα το π͑ερινέ, σάμερε.
Μ' αν έσι μιτσί ή ατ͡σέ τάνου από 12 χρονού ως 112, έα παρίσου με σ' ενείνανε τσ̑αι ψάφει να 'ρέσερε το θησαυρέ νάμου,
ογί τα Τσακωνιά, τον Αγελίδι. Τσινούντε ρ έμε το Σάμπα 9 του Αωνάρη, απ' τ͑αν ατ͡σά πλατέα του Αγιελιδίου,του ρ 7 α ούρα το δειλινέ.